παρθενικός

παρθενικός
παρθεν-ικός, ή, όν,
A of or for a maiden,

σκευή D.S.16.26

;

ὁ π. χιτών Plu.

Comp. Lyc.Num.3 ; ἀνὴρ π. LXX Jl.1.8 (cf.

παρθένιος 1.2

) ; π. ἀνδριάς statue of a matron represented as a maiden, BMus.Inscr.1047 ;

παρθενικὰ πράττειν Ael.VH12.1

.
II παρθενικόν, τό, = ἀρτεμισία, Ps.-Dsc.3.113.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρθενικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενικός — ή, ό / παρθενικός, ή, όν, ΝΑ [παρθένος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παρθένο, σε κορίτσι, ο κοριτσίστικος νεοελλ. 1. συνεκδ. αυτός που συμβαίνει ή γίνεται για πρώτη φορά («παρθενικό ταξίδι») 2. μτφ. αγνός, ηθικός («όπου χε σαν… …   Dictionary of Greek

  • παρθενικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στην παρθένα ή στην παρθενιά: Παρθενικός υμένας. 2. μτφ., αγνός, αθώος, άθικτος, άδολος: Παρθενική ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρθενικόν — παρθενικός of masc acc sg παρθενικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενικοῖς — παρθενικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενικοῖσι — παρθενικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενικοῦ — παρθενικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενικούς — παρθενικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενικῶς — παρθενικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενικῷ — παρθενικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενικά — παρθενικά̱ , παρθενική fem nom/voc/acc dual παρθενικά̱ , παρθενική fem nom/voc sg (doric aeolic) παρθενικός of neut nom/voc/acc pl παρθενικά̱ , παρθενικός of fem nom/voc/acc dual παρθενικά̱ , παρθενικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”